- μετώνυμος
- μετώνυμος, -ον (Α)αυτός που έχει σχέση με αλλαγή ονόματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. παρ-ώνυμος. Το -ω- τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.